- κομίστρια
- κομίστρια, ἡ, Pflegerin, Wärterin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κομίστρια — κομίστρια, ἡ (Α) βλ. κομιστήρ … Dictionary of Greek
κομίστρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομιστήρ — κομιστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κομίστρια (Α) [κομίζω] αυτός που προπέμπει κάποιον, προπομπός … Dictionary of Greek
μυροκομίστρια — μυροκομίστρια, ἡ (Μ) γυναίκα η οποία μεταφέρει μύρο, μυροφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κομίστρια (< κομίζω)] … Dictionary of Greek
κομιστής — ο θηλ. κομίστρια αυτός που φέρνει κάτι: Ο κομιστής της επιστολής είναι φίλος μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)